- μπούρδα
- η(λ. ιταλ.), ανόητη κουβέντα, σαχλαμάρα, ψευτιά: Άρχισε τις μπούρδες, και το κοινό τον αποδοκίμασε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπούρδα — η 1. μεγάλο σακί, ιδίως για φόρτωση βαμβακιού 2. ανοησία, ανοητολογία, βλακεία, χαζομάρα 3. ψευδολογία 4. καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bourde «φλυαρία, ψεύδος», λ. αβέβαιης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
μπούρδας — και μπουρδιάς, ο [μπούρδα] 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. ανόητος, χαζός 3. ψεύτης, παραμυθάς 4. καυχησιολόγος … Dictionary of Greek
μπούρδος — (I) ο ναυτ. το μεσαίο τμήμα τού πλοίου που βρίσκεται μεταξύ προστέγου και επιστέγου. (II) ο [μπούρδα] ο μπούρδας … Dictionary of Greek
σαχλαμπούχλα — και σαχλαμπούρδα, η, Ν μεγάλη σαχλαμάρα, παπαρδέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάχλα + μπούρδα. Το β συνθετικό μπούχλα αφομοιωτικά προς το σάχλα] … Dictionary of Greek